- εὐεπακολούθητος
- εὐεπ-ᾰκολούθητος, ον,A easy to follow, of a train of argument, Arist.Rh.1357a11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεπακολούθητος — εὐεπακολούθητος, ον (Α) (για σειρά συλλογισμών) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ ακολουθώ] … Dictionary of Greek
εὐεπακολούθητος — easy to follow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπακολούθητον — εὐεπακολούθητος easy to follow masc/fem acc sg εὐεπακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)